Το Πρώτιστο Μέλημά Μου—Να Παραμείνω Όσιος
Το Πρώτιστο Μέλημά Μου—Να Παραμείνω Όσιος
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΑΛΕΞΕΪ ΝΤΑΒΙΝΤΓΙΟΥΚ
Έτος: 1947. Τοποθεσία: λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό μας, το Λασκίφ της Ουκρανίας, κοντά στα πολωνικά σύνορα. Ο φίλος μου ο Στεπάν, που ήταν μεγαλύτερος από εμένα, υπηρετούσε ως μεταφορέας, φέρνοντας κρυφά Γραφικά έντυπα από την Πολωνία στην Ουκρανία. Μια νύχτα ένας συνοριακός φρουρός τον είδε, τον καταδίωξε και τον πυροβόλησε. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο θάνατος του Στεπάν επηρέασε με συγκλονιστικό τρόπο τη ζωή μου, όπως θα σας εξηγήσω παρακάτω.
ΟΤΑΝ γεννήθηκα στο Λασκίφ το 1932, υπήρχαν στο χωριό μας δέκα οικογένειες Σπουδαστών της Γραφής, όπως ήταν γνωστοί τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ανάμεσά τους ήταν και οι γονείς μου οι οποίοι έθεσαν ένα θαυμάσιο παράδειγμα οσιότητας στον Ιεχωβά μέχρι το θάνατό τους στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Σε όλη μου τη ζωή, η οσιότητα στον Θεό ήταν και για εμένα το πρώτιστο μέλημα.—Ψαλμός 18:25.
Το 1939, τη χρονιά που άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η περιοχή της ανατολικής Πολωνίας όπου ζούσαμε ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Ήμασταν υπό σοβιετική κυριαρχία μέχρι τον Ιούνιο του 1941, όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί και κατέλαβαν την περιοχή μας.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, πέρασα δύσκολες στιγμές στο σχολείο. Τα παιδιά μάθαιναν να τραγουδούν εθνικιστικά τραγούδια και να συμμετέχουν σε στρατιωτικές ασκήσεις. Μάλιστα, μέρος της εκπαίδευσης ήταν και το να μάθουμε πώς να ρίχνουμε χειροβομβίδες. Αλλά εγώ αρνήθηκα να τραγουδάω πατριωτικά τραγούδια και να συμμετέχω σε οποιαδήποτε στρατιωτική εκπαίδευση. Το γεγονός ότι έμαθα από μικρή ηλικία να υπερασπίζομαι τις βασισμένες στην Αγία Γραφή πεποιθήσεις μου με βοήθησε να παραμείνω όσιος στον Θεό τα χρόνια που ακολούθησαν.
Υπήρχαν τόσο πολλοί άνθρωποι που ενδιαφέρονταν για τη Γραφική αλήθεια στον τομέα της εκκλησίας μας ώστε διορίστηκαν στην περιοχή μας δύο σκαπανείς, όπως ονομάζονται οι ολοχρόνιοι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά, για να βοηθήσουν στην εκπαίδευση αυτών των ενδιαφερομένων. Ένας από τους σκαπανείς, ο Ίλια Φεντορόβιτς, έκανε Γραφική μελέτη μαζί μου και με εκπαίδευσε στη διακονία. Κατά τη γερμανική κατοχή, ο Ίλια εκτοπίστηκε και στάλθηκε σε ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου και πέθανε.
Ο Πατέρας μου Αγωνίζεται να Παραμείνει Ουδέτερος
Το 1941 οι σοβιετικές αρχές προσπάθησαν να αναγκάσουν τον πατέρα μου να υπογράψει ένα έγγραφο με το οποίο θα υποσχόταν να δώσει χρήματα για να συμβάλει οικονομικά στον πόλεμο. Τους είπε ότι δεν μπορούσε να υποστηρίξει καμία παράταξη στον πόλεμο και ότι, ως υπηρέτης του αληθινού Θεού, θα παρέμενε ουδέτερος. Τότε στιγματίστηκε ως εχθρός και καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση. Αλλά έμεινε μόνο τέσσερις ημέρες στη φυλακή. Γιατί; Επειδή την πρώτη Κυριακή μετά τη φυλάκισή του, ο γερμανικός στρατός κατέλαβε την περιοχή όπου μέναμε.
Όταν οι δεσμοφύλακες άκουσαν ότι οι Γερμανοί πλησίαζαν, άνοιξαν τις πόρτες της φυλακής και έφυγαν. Πολλούς κατάδικους τους πυροβόλησαν έξω από τη φυλακή οι Σοβιετικοί στρατιώτες. Ο πατέρας μου δεν βγήκε αμέσως, αλλά διέφυγε αργότερα και πήγε σε ένα φιλικό μας σπίτι. Από εκεί έστειλε μήνυμα στη μητέρα μου να του φέρει τα έγγραφα που αποδείκνυαν ότι είχε φυλακιστεί επειδή αρνήθηκε να υποστηρίξει τους Σοβιετικούς στον πόλεμο. Όταν τα έδειξε ο πατέρας μου στις γερμανικές αρχές, του χάρισαν τη ζωή.
Οι Γερμανοί ήθελαν να μάθουν τα ονόματα όλων όσων είχαν συνεργαστεί με τους Σοβιετικούς. Πίεσαν τον πατέρα μου να τους καταγγείλει, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Εξήγησε την ουδέτερη θέση του. Οι Γερμανοί θα εκτελούσαν οποιονδήποτε κατονόμαζε ο πατέρας μου. Με αυτόν τον τρόπο, η ουδετερότητα του πατέρα μου έσωσε τη ζωή και άλλων ανθρώπων, οι οποίοι ήταν πολύ ευγνώμονες σε αυτόν.
Έργο υπό την Επιφάνεια
Οι Σοβιετικοί επέστρεψαν στην Ουκρανία τον Αύγουστο του 1944, και το Μάιο του 1945 η ευρωπαϊκή φάση του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου έληξε. Στη συνέχεια, το αποκαλούμενο Σιδηρούν Παραπέτασμα κράτησε όλους εμάς στη Σοβιετική Ένωση αποκομμένους από τον υπόλοιπο κόσμο. Ακόμα και η διατήρηση της επαφής με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στην άλλη πλευρά των συνόρων, στην Πολωνία, ήταν δύσκολη. Θαρραλέοι Μάρτυρες περνούσαν τα σύνορα κρυφά και επέστρεφαν με μερικά πολύτιμα περιοδικά Σκοπιά. Εφόσον τα σύνορα απείχαν μόλις οχτώ χιλιόμετρα από το σπίτι μας στο Λασκίφ, μάθαινα για τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν αυτοί οι μεταφορείς.
Για παράδειγμα, ένας Μάρτυρας ονόματι Σιλβέστερ πέρασε τα σύνορα δύο φορές και επέστρεψε και τις δύο δίχως πρόβλημα. Αλλά στο τρίτο ταξίδι, εντοπίστηκε από τη συνοριακή περίπολο και τα σκυλιά της. Οι στρατιώτες τού φώναξαν να σταματήσει, αλλά ο Σιλβέστερ έτρεξε για να σωθεί. Η μόνη του ελπίδα να ξεφύγει από τα σκυλιά ήταν μια κοντινή λίμνη. Έμεινε εκεί όλη τη νύχτα με το νερό να του φτάνει μέχρι το λαιμό, κρυμμένος ανάμεσα σε ψηλά χόρτα. Τελικά, όταν η περίπολος σταμάτησε να ψάχνει, ο Σιλβέστερ, εξουθενωμένος, γύρισε στο σπίτι παραπατώντας.
Όπως ανέφερα προηγουμένως, ο Στεπάν, ο ανιψιός του Σιλβέστερ, σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να περάσει τα σύνορα. Εντούτοις, ήταν απαραίτητο να συνεχίσουμε να διατηρούμε την επαφή με το λαό του Ιεχωβά. Χάρη στις προσπάθειες θαρραλέων μεταφορέων, καταφέρναμε να λαβαίνουμε πνευματική τροφή και υποβοηθητική κατεύθυνση.
Το επόμενο έτος, το 1948, βαφτίστηκα ένα βράδυ σε μια μικρή λίμνη κοντά στο σπίτι μας. Όσοι θα βαφτίζονταν μαζεύτηκαν στο σπίτι μας, αλλά δεν ήξερα ποιοι ήταν επειδή ήταν σκοτεινά και όλα γίνονταν αθόρυβα και κρυφά. Εμείς οι υποψήφιοι για βάφτισμα δεν μιλούσαμε μεταξύ μας. Δεν ξέρω ποιος εκφώνησε την ομιλία βαφτίσματος, ποιος μου έκανε τις ερωτήσεις για το βάφτισμα καθώς στεκόμασταν κοντά στη λίμνη ή ποιος με βάφτισε. Χρόνια αργότερα, σε μια συζήτηση με έναν καλό φίλο, ανακαλύψαμε ότι ήμασταν και οι δύο ανάμεσα σε αυτούς που βαφτίστηκαν εκείνη τη νύχτα!
Το 1949 οι αδελφοί από τα κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλιν έστειλαν ειδοποίηση στους Μάρτυρες της Ουκρανίας με την οποία τους παρότρυναν να κάνουν αίτηση στη Μόσχα για τη νομιμοποίηση του έργου κηρύγματος στη Σοβιετική Ένωση. Σε αρμονία με αυτή την οδηγία, στάλθηκε μια αίτηση μέσω του υπουργού εσωτερικών στο Προεδρείο του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ. Κατόπιν, ζητήθηκε από τον Μικόλα Πιατόκα και τον Ίλια Μπαμπίγιτσουκ να πάνε στη Μόσχα για να πάρουν την απάντηση της κυβέρνησης στην αίτησή μας. Αυτοί συμφώνησαν και ταξίδεψαν στη Μόσχα εκείνο το καλοκαίρι.
Ματθαίος 24:14) Ωστόσο, ο αξιωματούχος είπε ότι το Κράτος δεν θα μας νομιμοποιούσε ποτέ.
Ο αξιωματούχος που συναντήθηκε με τους εκπροσώπους μας άκουγε καθώς του ανέλυαν από την Αγία Γραφή το λόγο για τον οποίο κάνουμε το έργο μας. Εξήγησαν ότι το έργο μας γινόταν σε εκπλήρωση της προφητείας του Ιησού που έλεγε ότι “αυτά τα καλά νέα της βασιλείας θα κηρύττονταν σε όλη την κατοικημένη γη για μαρτυρία σε όλα τα έθνη”. (Μετά την επιστροφή τους, οι Μάρτυρες πήγαν στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας, το Κίεβο, για να εξασφαλίσουν νομική αναγνώριση για το έργο μας εδώ στην Ουκρανία. Οι αρχές απέρριψαν και πάλι την αίτηση. Είπαν ότι δεν θα ενοχλούσαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά μόνο αν εκείνοι υποστήριζαν το Κράτος. Είπαν επίσης ότι οι Μάρτυρες έπρεπε να υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και να συμμετέχουν στις εκλογές. Εξηγήσαμε πάλι την ουδέτερη θέση μας, δηλαδή ότι, μιμούμενοι τον Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό, δεν πρέπει να είμαστε μέρος του κόσμου.—Ιωάννης 17:14-16.
Σύντομα έπειτα από αυτό, οι αδελφοί Πιατόκα και Μπαμπίγιτσουκ συνελήφθησαν, κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν σε 25ετή φυλάκιση. Περίπου την ίδια εποχή, το 1950, οι αρχές εκτόπισαν πολλούς Μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα μου. Τον καταδίκασαν σε 25ετή φυλάκιση και τον έστειλαν στο Χαμπάροφσκ, στο ανατολικό άκρο της Σοβιετικής Ένωσης, σχεδόν 7.000 χιλιόμετρα μακριά!
Εξόριστος στη Σιβηρία
Κατόπιν, τον Απρίλιο του 1951, το Σοβιετικό Κράτος κατέφερε ένα οργανωμένο πλήγμα εναντίον των Μαρτύρων στις δυτικές δημοκρατίες του οι οποίες είναι τώρα γνωστές με τα ονόματα Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία, Μολδαβία, Λευκορωσία και Ουκρανία. Εκείνον το μήνα περίπου 7.000 αδελφοί, μεταξύ των οποίων η μητέρα μου και εγώ, εξοριστήκαμε στη Σιβηρία. Έτσι απλά, ήρθαν στρατιώτες στο σπίτι μας τη νύχτα, μας πήραν και μας πήγαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί μας κλείδωσαν σε βαγόνια που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά ζώων—περίπου 50 άτομα σε κάθε βαγόνι—και έπειτα από δύο και πλέον εβδομάδες, μας ξεφόρτωσαν σε ένα μέρος που ονομάζεται Ζαλαρί, κοντά στη λίμνη Βαϊκάλη στην περιφέρεια του Ιρκούτσκ.
Ενώ στεκόμασταν μέσα στο χιόνι και στον παγωμένο αέρα έχοντας γύρω μας οπλισμένους στρατιώτες, αναρωτιόμουν τι μας περίμενε. Πώς θα τα κατάφερνα να μείνω όσιος στον Ιεχωβά σε αυτόν τον τόπο; Αρχίσαμε να ψέλνουμε ύμνους της Βασιλείας για να μη σκεφτόμαστε το κρύο. Στη συνέχεια ήρθαν οι διευθυντές των τοπικών κρατικών επιχειρήσεων. Μερικοί ήθελαν άντρες για σκληρές χειρωνακτικές εργασίες, ενώ άλλοι ήθελαν γυναίκες για δουλειές όπως η φροντίδα των ζώων. Τη μητέρα μου και εμένα μας πήραν σε ένα εργοτάξιο όπου κατασκευαζόταν ο Υδροηλεκτρικός Σταθμός της Ταγκνίνσκαγια.
Όταν φτάσαμε, είδαμε πολλές ξύλινες παράγκες στη σειρά, οι οποίες στέγαζαν τους εξορίστους. Εγώ διορίστηκα να εργάζομαι ως οδηγός τρακτέρ και ηλεκτρολόγος, ενώ τη μητέρα μου την έβαλαν να εργάζεται σε ένα αγρόκτημα. Επίσημα μας θεωρούσαν εξορίστους και όχι φυλακισμένους. Έτσι ήμασταν ελεύθεροι να κινούμαστε σε μια μικρή απόσταση από το σταθμό ηλεκτροπαραγωγής, αν και μας απαγόρευαν να επισκεφτούμε τον επόμενο καταυλισμό που ήταν περίπου 50 χιλιόμετρα μακριά. Οι αρχές μάς πίεζαν να υπογράψουμε μια δήλωση που ανέφερε ότι θα μέναμε εκεί για πάντα. Αυτό ακουγόταν υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα για εμένα που ήμουν 19 χρονών και έτσι αρνήθηκα να υπογράψω. Εντούτοις, μείναμε σε εκείνη την περιοχή 15 χρόνια.
Εκεί στη Σιβηρία, δεν απείχαμε πια μόνο 8 χιλιόμετρα από τα πολωνικά σύνορα, αλλά πάνω από 6.000 χιλιόμετρα! Εμείς οι Μάρτυρες κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να οργανωθούμε και πάλι σε εκκλησίες, διορίζοντας άντρες που θα αναλάμβαναν την ηγεσία. Αρχικά, δεν διαθέταμε Γραφικά έντυπα εκτός από λίγα που είχαν καταφέρει να πάρουν μαζί τους μερικοί Μάρτυρες από την Ουκρανία. Τα αντιγράφαμε με το χέρι και τα δίναμε ο ένας στον άλλον.
Σύντομα αρχίσαμε να διεξάγουμε συναθροίσεις. Εφόσον πολλοί ζούσαμε σε παράγκες, συγκεντρωνόμασταν τα περισσότερα βράδια. Η εκκλησία μας αποτελούνταν από 50 περίπου άτομα, και εγώ ήμουν διορισμένος να διεξάγω τη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας. Υπήρχαν λίγοι άντρες στην εκκλησία μας, και γι’ αυτό έκαναν και οι γυναίκες ομιλίες σπουδαστή, μια διευθέτηση που εφαρμόστηκε σε όλες τις εκκλησίες των Μαρτύρων
του Ιεχωβά το 1958. Όλοι έπαιρναν στα σοβαρά τους διορισμούς τους, θεωρώντας τη σχολή ως ένα μέσο για να αινούν τον Ιεχωβά και να ενθαρρύνουν τους άλλους στην εκκλησία.Η Διακονία μας Ευλογείται
Εφόσον μέναμε στις παράγκες με άτομα που δεν ήταν Μάρτυρες, δεν περνούσε ούτε μία ημέρα χωρίς να μιλήσουμε στους άλλους για την πίστη μας, μολονότι αυτό απαγορευόταν αυστηρά. Μετά το θάνατο του Σοβιετικού προέδρου Ιωσήφ Στάλιν, το 1953, οι συνθήκες καλυτέρεψαν. Επιτρεπόταν να μιλάμε πιο ανοιχτά στους άλλους για τις βασισμένες στη Γραφή πεποιθήσεις μας. Μέσω αλληλογραφίας με φίλους στην Ουκρανία μαθαίναμε πού βρίσκονταν άλλοι Μάρτυρες στην περιοχή μας και ερχόμασταν σε επαφή μαζί τους. Αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να οργανώσουμε τις εκκλησίες μας σε περιοχές.
Το 1954 παντρεύτηκα την Όλγκα, η οποία ήταν επίσης εξόριστη από την Ουκρανία. Όλα αυτά τα χρόνια με στήριξε πολύ στην υπηρεσία μου προς τον Ιεχωβά. Ο Στεπάν που σκοτώθηκε στα σύνορα Ουκρανίας και Πολωνίας το 1947 ήταν αδελφός της Όλγκα. Αργότερα γεννήθηκε η κόρη μας η Βαλεντίνα.
Η Όλγκα και εγώ απολαύσαμε πολλές ευλογίες στη Χριστιανική διακονία μας στη Σιβηρία. Για παράδειγμα, γνωρίσαμε τον Τζορτζ, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής ενός ομίλου Βαπτιστών. Τον επισκεπτόμασταν συχνά και μελετούσαμε όποια τεύχη της Σκοπιάς ήταν διαθέσιμα. Ο Τζορτζ σύντομα συνειδητοποίησε πως ό,τι κηρύττουν οι υπηρέτες του Ιεχωβά από την Αγία Γραφή είναι η αλήθεια. Επίσης, αρχίσαμε Γραφική μελέτη με αρκετούς Βαπτιστές φίλους του. Πόσο συγκινηθήκαμε όταν ο Τζορτζ και μερικοί φίλοι του βαφτίστηκαν και έγιναν πνευματικοί αδελφοί μας!
Το 1956 διορίστηκα περιοδεύων επίσκοπος, κάτι που απαιτούσε να επισκέπτομαι μία εκκλησία της περιοχής μας κάθε εβδομάδα. Εργαζόμουν όλη την ημέρα και κατόπιν ξεκινούσα το απόγευμα με τη μοτοσικλέτα μου για να επισκεφτώ την εκκλησία. Νωρίς το επόμενο πρωί, επέστρεφα και πήγαινα στη δουλειά. Ο Μικαΐλο Σερντίνσκι, ο οποίος είχε διοριστεί να με βοηθάει στο έργο του περιοδεύοντα επισκόπου, σκοτώθηκε σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα το 1958. Πέθανε Τετάρτη, αλλά καθυστερήσαμε την κηδεία του έως την Κυριακή για να δοθεί η ευκαιρία σε όσο το δυνατόν περισσότερους Μάρτυρες να παρευρεθούν.
Όταν σχηματίσαμε μια μεγάλη ομάδα και αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς το νεκροταφείο, μας ακολουθούσαν μέλη της Κρατικής Ασφάλειας. Αν εκφωνούνταν κάποια ομιλία βασισμένη στη Γραφική ελπίδα της ανάστασης, θα υπήρχε κίνδυνος συλλήψεων. Αλλά εγώ ένιωθα έντονη επιθυμία να μιλήσω για τον Μικαΐλο και τις θαυμάσιες μελλοντικές προοπτικές του. Αν και χρησιμοποίησα την Αγία Γραφή, η Κρατική Ασφάλεια δεν με συνέλαβε. Προφανώς διέκριναν πως δεν θα κέρδιζαν κάτι. Ούτως ή άλλως με ήξεραν καλά εφόσον με «φιλοξενούσαν» συχνά στα γραφεία τους για να με ανακρίνουν.
Μας Προδίδει ένας Πληροφοριοδότης
Το 1959 η Κρατική Ασφάλεια συνέλαβε 12 Μάρτυρες οι οποίοι αναλάμβαναν
την ηγεσία στο έργο κηρύγματος. Πολλοί άλλοι κλήθηκαν για ανάκριση, μεταξύ των οποίων και εγώ. Όταν ήρθε η σειρά μου για ανάκριση, άκουσα έντρομος τους αξιωματούχους να περιγράφουν εμπιστευτικές λεπτομέρειες σχετικά με το έργο μας. Πώς ήξεραν αυτά τα πράγματα; Ήταν φανερό ότι υπήρχε ένας πληροφοριοδότης, κάποιος που ήξερε πολλά για εμάς και εργαζόταν αρκετό καιρό για το Κράτος.Οι 12 συλληφθέντες κρατούνταν σε γειτονικά κελιά και συμφώνησαν να μην πουν ούτε λέξη στις αρχές. Με αυτόν τον τρόπο ο πληροφοριοδότης θα έπρεπε να εμφανιστεί προσωπικά στη δίκη ώστε να καταθέσει εναντίον τους. Μολονότι δεν ήμουν κατηγορούμενος, πήγα στο δικαστήριο για να δω τι θα συμβεί. Ο δικαστής έκανε ερωτήσεις και οι 12 δεν απαντούσαν. Τότε ένας Μάρτυρας που λεγόταν Κονσταντίν Πολιστσούκ, τον οποίο γνώριζα πολλά χρόνια, κατέθεσε εναντίον των 12. Η δίκη έληξε με την καταδίκη μερικών από τους Μάρτυρες σε ποινές φυλάκισης. Στο δρόμο έξω από το δικαστήριο συνάντησα τυχαία τον Πολιστσούκ.
«Γιατί μας προδίδεις;» ρώτησα.
«Επειδή δεν πιστεύω πια», απάντησε.
«Τι είναι αυτό που δεν πιστεύεις πια;» ρώτησα.
«Απλώς δεν μπορώ να πιστέψω πια την Αγία Γραφή», απάντησε.
Ο Πολιστσούκ θα μπορούσε να έχει προδώσει και εμένα αλλά στην κατάθεσή του δεν ανέφερε το όνομά μου. Τον ρώτησα, λοιπόν, γιατί.
«Δεν θέλω να πας στη φυλακή», εξήγησε. «Νιώθω ακόμα ένοχος για τον κουνιάδο σου, τον Στεπάν. Με δική μου ευθύνη στάλθηκε να περάσει τα σύνορα εκείνη τη νύχτα που σκοτώθηκε. Λυπάμαι πραγματικά για αυτό».
Τα λόγια του με προβλημάτισαν. Πόσο είχε πωρωθεί η συνείδησή του! Παρ’ όλο που ένιωθε τύψεις για το θάνατο του Στεπάν, τώρα πρόδιδε τους υπηρέτες του Ιεχωβά. Δεν ξαναείδα τον Πολιστσούκ. Πέθανε μερικούς μήνες αργότερα. Το να βλέπω κάποιον που είχα εμπιστευτεί επί χρόνια να προδίδει τους αδελφούς μας μου άφησε βαθιές συναισθηματικές πληγές. Αλλά αυτή η εμπειρία με δίδαξε ένα πολύτιμο μάθημα: Ο Πολιστσούκ έγινε ανόσιος επειδή σταμάτησε να διαβάζει και να πιστεύει την Αγία Γραφή.
Ασφαλώς χρειάζεται να κρατάμε στο μυαλό μας αυτό το μάθημα: Για να μείνουμε όσιοι στον Ιεχωβά, πρέπει να μελετάμε τακτικά την Αγία Γραφή, η οποία λέει: «Προφύλασσε την καρδιά σου, γιατί από αυτήν εξέρχονται οι πηγές της ζωής». Επιπλέον, ο απόστολος Παύλος είπε στους Χριστιανούς να προσέχουν. Γιατί; «Μήπως αναπτυχθεί ποτέ σε κανέναν από εσάς πονηρή καρδιά απιστίας με το να αποτραβηχτεί από τον ζωντανό Θεό».—Παροιμίες 4:23· Εβραίους 3:12.
Επιστροφή στην Ουκρανία
Όταν τερματίστηκε η εξορία μας στη Σιβηρία το 1966, η Όλγκα και εγώ επιστρέψαμε στην Ουκρανία, σε μια πόλη που ονομάζεται Σοκάλ, περίπου 80 χιλιόμετρα από το Λβιφ. Είχαμε πολλά να κάνουμε, εφόσον υπήρχαν μόνο 34 Μάρτυρες στο Σοκάλ και στις γειτονικές πόλεις Τσερβονογκράντ και Σοσνίφκα. Σε αυτή την περιοχή υπάρχουν σήμερα 11 εκκλησίες!
Η Όλγκα πέθανε πιστή το 1993. Ύστερα από τρία χρόνια παντρεύτηκα τη Λίντιγια, και από τότε αυτή είναι πηγή μεγάλης δύναμης για εμένα. Επίσης, η κόρη μου η Βαλεντίνα και η οικογένειά της υπηρετούν με ζήλο τον Ιεχωβά, ενώ αποτελούν επίσης πηγή ενθάρρυνσης για εμένα. Ωστόσο, αυτό που συνεχίζει να μου δίνει τη μεγαλύτερη χαρά είναι ότι έχω παραμείνει όσιος στον Ιεχωβά, έναν Θεό που ενεργεί με οσιότητα.—2 Σαμουήλ 22:26.
Ο Αλεξέι Νταβιντγιούκ πέθανε όσιος στον Ιεχωβά στις 18 Φεβρουαρίου 2000, καθώς ετοιμαζόταν αυτό το άρθρο για δημοσίευση.
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Η εκκλησία μας που συναθροιζόταν στις παράγκες το 1952, στην ανατολική Σιβηρία
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η Σχολή μας Θεοκρατικής Διακονίας το 1953
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η κηδεία του Μικαΐλο Σερντίνσκι το 1958
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Με τη σύζυγό μου Λίντιγια