Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Όταν Περιφέρονταν Γίγαντες στην Ευρώπη

Όταν Περιφέρονταν Γίγαντες στην Ευρώπη

Όταν Περιφέρονταν Γίγαντες στην Ευρώπη

ΑΠΟ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΞΥΠΝΑ! ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

ΤΟ 1932, ένα συνεργείο οδοποιίας έσκαβε κοντά στο Κολοσσαίο της Ρώμης, όταν κάποιος εργάτης χτύπησε ένα σκληρό αντικείμενο. Αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για το χαυλιόδοντα και το κρανίο ενός ελέφαντα. Αυτή η ανακάλυψη δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Στο πέρασμα των ετών, έχουν βρεθεί 140 περίπου απολιθωμένα υπολείμματα ελεφάντων μέσα και γύρω από τη Ρώμη, με πρώτη επιβεβαιωμένη περίπτωση το 17ο αιώνα.

Οι άνθρωποι πίστευαν ότι τα οστά ανήκαν είτε σε ελέφαντες που είχαν εισαχθεί στην αρχαία Ρώμη είτε σε εκείνους που έφερε στην Ιταλία ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας. Ο Τζ. Μπ. Πιαντσάνι, ιερέας και καθηγητής φυσικών επιστημών του 19ου αιώνα στο Βιτέρμπο, αμφισβήτησε εκείνες τις θεωρίες. Εφόσον τα οστά είχαν βρεθεί κυρίως σε προσχωσιγενή κοιτάσματα, συμπέρανε ότι ανήκαν σε ζώα που είχαν πεθάνει αλλού και είχαν μεταφερθεί στην καινούρια τους τοποθεσία από πλημμύρες.

Πολλά απολιθώματα ελεφάντων που βρέθηκαν στην Ιταλία δεν είναι όπως οι ελέφαντες που γνωρίζουμε σήμερα. Απεναντίας, ανήκουν σε ένα εξαφανισμένο είδος το οποίο ονομάζεται Ελέφας ο αρχαίος (Elephas antiquus). (Βλέπε σελίδα 15.) Αυτό το πλάσμα είχε σχεδόν ίσιους χαυλιόδοντες και έφτανε σε ύψος περίπου τα 5 μέτρα ως τους ώμους, γεγονός που το καθιστούσε σχεδόν δύο μέτρα ψηλότερο από τους σύγχρονους ελέφαντες.

Πόσο κοινοί ήταν εκείνοι οι γίγαντες; Το αρχείο των απολιθωμάτων δείχνει ότι κάποτε περιφέρονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αγγλία, όπως συνέβαινε και με τους στενούς συγγενείς τους, τα μαμούθ. Επιπλέον, τα απολιθώματα των ελεφάντων δεν βρίσκονται πάντοτε μόνα τους αλλά, αντιθέτως, σε στρώματα απολιθωμάτων που περιέχουν υπολείμματα αρκετών άλλων ειδών, κάποια από τα οποία ήταν φυσικοί εχθροί.

Από Ύαινες Μέχρι Ιπποπόταμους

Τα απολιθώματα που βρέθηκαν στο Λάτσιο, περιοχή της κεντρικής Ιταλίας η οποία περιλαμβάνει και τη Ρώμη, υποδηλώνουν ότι αυτή η περιοχή είχε κάποτε κλίμα που έμοιαζε περισσότερο με της Αφρικής, επειδή παλιά περιφέρονταν εκεί ιπποπόταμοι, γαζέλες, ακόμη και μεγάλα αιλουροειδή. Στην πραγματικότητα, τα απολιθώματα ενός αιλουροειδούς, το οποίο ονομάστηκε λεοπάρδαλη του Μόντε Σάκρο, βρέθηκαν μέσα στο κέντρο της Ρώμης. Στα κοιτάσματα που υπάρχουν στην Πολεντράρα, ένα μέρος έξω από την πόλη, έχουν φερθεί στην επιφάνεια περισσότερα από 9.000 υπολείμματα απολιθωμάτων, τα οποία αντιπροσωπεύουν ποικιλία ζώων: αρχαίους ελέφαντες, βουβάλια, ελάφια, μαγιώτους, ρινόκερους και άουροχς​—μεγάλα βόδια που οδηγήθηκαν στην εξαφάνιση πριν από τέσσερις περίπου αιώνες. Ένα μουσείο σε εκείνο το μέρος προσφέρει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να βλέπουν από ένα ανυψωμένο μονοπάτι τα απολιθώματα στις αρχικές τους τοποθεσίες.​—Βλέπε σελίδα 16.

Μια σπηλιά κοντά στο Παλέρμο της Σικελίας ήταν γεμάτη με πολλούς τόνους υπολειμμάτων, μεταξύ των οποίων και απολιθωμένα οστά ελαφιών, βοδιών, ελεφάντων και ιπποπόταμων διαφόρων ηλικιών​—ακόμη και ενός εμβρύου. Μάλιστα, 20 τόνοι απολιθωμάτων κατέληξαν στην αγορά τους πρώτους έξι μήνες μετά την ανακάλυψη αυτής της τοποθεσίας!

Στη Νότια Αγγλία, ο παλαιοντολόγος Τζ. Μάνσον Βάλενταϊν ανακάλυψε στρώματα απολιθωμάτων που περιείχαν τεράστιες εναποθέσεις θρυμματισμένων οστών που ανήκαν σε πολλά από τα ίδια ζώα, καθώς επίσης σε ύαινες και πολικές αρκούδες. Γιατί υπάρχουν αυτά τα μεγάλα στρώματα απολιθωμάτων σε τόσο διαφορετικά μέρη;

Μερικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι οι συνθήκες στις οποίες πέθαναν τα ζώα ταιριάζουν με μια φυσική καταστροφή. Όποιο και αν είναι το αίτιο ή τα αίτια τέτοιων μαζικών εξαφανίσεων, οι συνέπειές τους έγιναν αισθητές σε μεγάλη έκταση η οποία περιλάμβανε την ηπειρωτική Ευρώπη, τα Βρετανικά Νησιά, τη Σιβηρία και την Αλάσκα.

Χάρη στο αρχείο των απολιθωμάτων, είμαστε σε θέση να φανταστούμε έναν κόσμο ο οποίος ήταν αρκετά διαφορετικός από αυτόν που ξέρουμε σήμερα. Όντως, στην Ιταλία και μόνο, αν πηγαίνατε αρκετά πίσω στο χρόνο, θα πιστεύατε δικαιολογημένα ότι βρισκόσασταν στην άγρια φύση της Αφρικής.

[Πλαίσιο στη σελίδα 17]

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΙΘΩΜΑ;

Εκ πρώτης όψεως, το απολίθωμα μπορεί να φαίνεται σαν απλό οστό. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι το αποτέλεσμα ενός χημικού μετασχηματισμού​—της απολίθωσης—​ο οποίος λαβαίνει χώρα προτού αποσυντεθούν τα υπολείμματα των νεκρών ζώων.

Μια κοινή μορφή απολίθωσης είναι η διαδικασία κατά την οποία η αρχική οργανική ύλη αντικαθίσταται πλήρως ή εν μέρει από ανόργανη ύλη που υπάρχει μέσα σε υγρά ιζηματογενή κοιτάσματα. Έτσι λοιπόν, για να λάβει χώρα η απολίθωση, απαιτούνται ειδικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Αυτές περιλαμβάνουν την ύπαρξη άφθονων ιζηματογενών κοιτασμάτων και τη γρήγορη ταφή των υπολειμμάτων, καθώς και την αντοχή τους στην αποσάθρωση. Υπό κανονικές συνθήκες, τα υπολείμματα των ζώων που μένουν αφάγωτα αποσυντίθενται πλήρως από βακτήρια καθώς επίσης από μηχανικούς και χημικούς παράγοντες, όπως ο αέρας και το νερό. Ως εκ τούτου, η απολίθωση είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο.

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 17]

ΜΑΜΟΥΘ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟ ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΟ

Το αρχείο των απολιθωμάτων δείχνει ότι τα δασύτριχα μαμούθ περιφέρονταν σε τεράστια έκταση, η οποία περιλάμβανε την Ασία, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Στην Ευρώπη, φαίνεται ότι το νοτιότερο άκρο της επικράτειας αυτών των ζώων ήταν η Ιταλία.

Τα δασύτριχα μαμούθ, που το μέγεθός τους ήταν περίπου όσο των σημερινών ασιατικών ελεφάντων, είχαν τρίχωμα μέχρι και 50 εκατοστά μακρύ, ενώ τα αρσενικά είχαν μακριούς καμπυλωτούς χαυλιόδοντες που έφταναν τα πέντε μέτρα σχεδόν. Ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα ελεφαντόδοντου από μαμούθ έχει βρεθεί στη Σιβηρία​—όπου το ελεφαντόδοντο ήταν τόσο πολύ ώστε, από το Μεσαίωνα κιόλας, εξαγόταν στην Κίνα και στην Ευρώπη.

[Ευχαριστίες]

Photo courtesy of the Royal BC Museum

[Εικόνα στη σελίδα 16, 17]

Το κοίτασμα απολιθωμάτων στην Πολεντράρα

[Ευχαριστίες]

Soprintendenza Archeologica di Roma

[Ευχαριστίες για την προσφορά των εικόνων στη σελίδα 15]

Top: Museo di Paleontologia dell’Università degli Studi “La Sapienza” di Roma; bottom: © Comune di Roma - Sovraintendenza Beni Culturali (SBCAS; fald. 90, fasc. 4, n. inv. 19249)