Το Γνωρίζατε;
Γιατί ήταν η ρωμαϊκή υπηκοότητα πλεονέκτημα για τον απόστολο Παύλο;
Η ρωμαϊκή υπηκοότητα παρείχε συγκεκριμένα δικαιώματα και προνόμια στον κάτοχό της οπουδήποτε εντός της αυτοκρατορίας. Ο Ρωμαίος πολίτης υπόκειτο στο ρωμαϊκό δίκαιο και όχι στους νόμους των επαρχιακών πόλεων. Όταν του απευθυνόταν κάποια κατηγορία ίσως συναινούσε να δικαστεί σύμφωνα με τους τοπικούς νόμους, αλλά διατηρούσε και το δικαίωμα να εξεταστεί από ρωμαϊκό δικαστήριο. Σε περίπτωση θανατικής ποινής είχε το δικαίωμα να επικαλεστεί τον αυτοκράτορα.
Γι’ αυτό ο Κικέρων, Ρωμαίος πολιτικός του πρώτου αιώνα Π.Κ.Χ., είπε: «Είναι εγκληματίας όποιος δένει Ρωμαίο πολίτη, μοχθηρός όποιος τον μαστιγώνει και όποιος τον θανατώνει είναι σχεδόν δολοφόνος του ίδιου του τού πατέρα ή κάποιου στενού συγγενή του».
Ο απόστολος Παύλος κήρυξε ευρέως σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Χρησιμοποίησε τα δικαιώματά του ως Ρωμαίος πολίτης σε τρεις καταγραμμένες περιπτώσεις: (1) Πληροφόρησε τους διοικητές στους Φιλίππους ότι χτυπώντας τον είχαν παραβιάσει τα δικαιώματά του. (2) Αποκάλυψε την ιδιότητά του για να αποφύγει το μαστίγωμα στην Ιερουσαλήμ. (3) Επικαλέστηκε τον Καίσαρα, τον αυτοκράτορα της Ρώμης, ώστε εκείνος να εξετάσει την υπόθεσή του.
Πώς αμείβονταν οι ποιμένες στους Βιβλικούς χρόνους;
Ο πατριάρχης Ιακώβ ποίμαινε τα κοπάδια του θείου του, του Λάβαν, επί 20 χρόνια. Εργάστηκε τα πρώτα 14 χρόνια για να παντρευτεί τις δύο κόρες του Λάβαν, και για τα υπόλοιπα 6 χρόνια εργασίας πήρε ζώα ως αντάλλαγμα. (Γένεση 30:25-33) «Τέτοιου είδους συμφωνίες, όπως αυτές ανάμεσα στον Λάβαν και στον Ιακώβ, ήταν πολύ κοινές στους αρχαίους συγγραφείς και στους αναγνώστες του Βιβλικού κειμένου», αναφέρει το περιοδικό Επιθεώρηση Βιβλικής Αρχαιολογίας (Biblical Archaeology Review).
Αρχαία συμβόλαια που ήρθαν στο φως στις πόλεις Νουζί και Λάρσα, καθώς και σε άλλες τοποθεσίες του σύγχρονου Ιράκ, είναι δείγματα τέτοιων συμφωνιών. Ένα συνηθισμένο συμβόλαιο ίσχυε από τη μια ετήσια κουρά μέχρι την επόμενη. Οι ποιμένες αναλάμβαναν την ευθύνη να φροντίζουν έναν συγκεκριμένο αριθμό ζώων, τα οποία ταξινομούνταν ανάλογα με την ηλικία τους και το φύλο τους. Τον επόμενο χρόνο, ο ιδιοκτήτης έπαιρνε μια καθορισμένη ποσότητα μαλλιού, γαλακτοκομικών προϊόντων, νεαρών ζώων, και ούτω καθεξής. Οποιοδήποτε πλεόνασμα ανήκε στον ποιμένα.
Η αύξηση του κοπαδιού εξαρτόταν από το πόσες προβατίνες είχε υπό την επίβλεψή του ο ποιμένας. Σε γενικές γραμμές, εκατό προβατίνες γεννούσαν περίπου 80 αρνιά. Ο ποιμένας έπρεπε να αντισταθμίσει τυχόν ελλείψεις ή απώλειες. Συνεπώς, είχε ισχυρό κίνητρο να φροντίζει με τον καλύτερο τρόπο τα ζώα που είχε υπό την επίβλεψή του.